- ὑποδράξ
- ὑποδράξFr.anon.indeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδράξ — Α επίρρ. (μτγν. επικ. τ.) βλ. ὑπόδρα … Dictionary of Greek
υπόδρα — και μτγν. επικ. τ. ὑποδράξ Α επίρρ. (για βλέμμα) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ ὑπόδρα ἰδών», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπό και τη συνεσταλμένη βαθμίδα δρα κ τού ρ. δέρκομαι «βλέπω» (πρβλ. ἔ δρακ… … Dictionary of Greek
ALATI — Dracones, apud Poetas passim occurrunt. Lucan. l. 9. v. 729. ducitis altum Aera cum pennis Hinc currum Cereris alatis draconibus vehi finxêre: Orpheus in Hymno Cereris, Α῞ρμα δρακοντέιοσιν ὑπόζεύξασα χαλινοῖς, Currui (volucrium) draconum Frena… … Hofmann J. Lexicon universale
υποβλεμματικώς — Μ [ὑποβλέπω] επίρρ. ὑποδράξ*,ὑποβλεπτικῶς* … Dictionary of Greek